απεργασία

απεργασία
ἀπεργασἰα, η (Α)
1. αποπεράτωση, εκτέλεση
2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα
3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι
4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπεργασία — ἀπεργασίᾱ , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc/acc dual ἀπεργασίᾱ , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργασίᾳ — ἀπεργασίαι , ἀπεργασία finishing off fem nom/voc pl ἀπεργασίᾱͅ , ἀπεργασία finishing off fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργασίας — ἀπεργασίᾱς , ἀπεργασία finishing off fem acc pl ἀπεργασίᾱς , ἀπεργασία finishing off fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεργασίαν — ἀπεργασίᾱν , ἀπεργασία finishing off fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”